- τηλεσκοπικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που σχετίζεται με το τηλεσκόπιο: Τηλεσκοπικός φακός.2. αυτός που γίνεται με το τηλεσκόπιο: Τηλεσκοπικές έρευνες.3. αυτός που είναι ορατός μόνο με το τηλεσκόπιο: Τηλεσκοπικός πλανήτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.