τηλεσκοπικός

τηλεσκοπικός
-ή, -ό
επίρρ. -ά
1. αυτός που σχετίζεται με το τηλεσκόπιο: Τηλεσκοπικός φακός.
2. αυτός που γίνεται με το τηλεσκόπιο: Τηλεσκοπικές έρευνες.
3. αυτός που είναι ορατός μόνο με το τηλεσκόπιο: Τηλεσκοπικός πλανήτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τηλεσκοπικός — ή, ό, Ν αστρον. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλεσκόπιο («τηλεσκοπικός φακός») 2. αυτός που γίνεται με τηλεσκόπιο («τηλεσκοπικές παρατηρήσεις») 3. (για ουράνιο σώμα) ο ορατός μόνο με τηλεσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεσκόπιο. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”